ἰσοτελεῖς

ἰσοτελεῖς
ἰσοτελής
bearing equal burdens
masc/fem acc pl
ἰσοτελής
bearing equal burdens
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Изотелы — (Ίσοτελείς) в Афинах иностранцы, но в особенности метэки (см.), которым в качестве особого отличия даровано право гражданства, но без политических прав …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • Lysias — (Greek: Λυσίας) (born ca. 445 BC; died ca. 380 BC) was an Attic orator.LifeAccording to Dionysius of Halicarnassus and the author of the life ascribed to Plutarch, Lysias was born in 459 BC, which would accord with a tradition that Lysias reached …   Wikipedia

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • ισοτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πληρώνει τους ίδιους φόρους με κάποιον άλλο: Ισοτελείς πολιτείες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”